- κυαθοτης
- κυαθότηςκυᾰθότης-ητος ἥ «чашность», т.е. общая идея чаши Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κυαθότης — κυαθότης, ητος, ἡ (Α) [κύαθος] (λέξη που επινοήθηκε από τον Πλάτωνα) η αφηρημένη φύση ή έννοια τού κυάθου … Dictionary of Greek
κυαθότης — cuphood fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυαθότητα — κυαθότης cuphood fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)